- άμετρος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που ξεπερνά το μέτρο, ο υπερβολικός: Η άμετρη φιλοδοξία του τον ζημίωσε.2. αμέτρητος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄμετρος — without masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμετρος — η, ο (Α ἄμετρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος 2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος 3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος αρχ. 1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος 2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην… … Dictionary of Greek
ἀμετρότερον — ἄμετρος without adverbial comp ἄμετρος without masc acc comp sg ἄμετρος without neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετροτέραις — ἄμετρος without fem dat comp pl ἀμετροτέρᾱͅς , ἄμετρος without fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετρότατα — ἄμετρος without adverbial superl ἄμετρος without neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετρότατον — ἄμετρος without masc acc superl sg ἄμετρος without neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέτρως — ἄμετρος without adverbial ἄμετρος without masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμετρον — ἄμετρος without masc/fem acc sg ἄμετρος without neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετροτάτην — ἄμετρος without fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετροτέροις — ἄμετρος without masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)